επηγκενιδες

επηγκενιδες
    ἐπηγκενίδες
    ἐπ-ηγκενίδες
    -ων (ῐ) αἱ [ἐνεγκεῖν] эпенкениды, бортовые доски (наружной обшивка судна) Hom.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "επηγκενιδες" в других словарях:

  • επηγκενίδες — ἐπηγκενίδες, αι (AM) σανίδες που με τη μορφή λωρίδων καλύπτουν τον σκελετό τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηγκεν ίδ ες. Το βασικό μόρφημα ηγκεν συνδέεται με τον τ. αγκών* αγκώνες «γωνιές καρφωμένες εσωτερικά στα πλάγια τής βάρκας» το η είναι… …   Dictionary of Greek

  • ἐπηγκενίδες — long planks fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηγκενίδας — ἐπηγκενίδες long planks fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηγκενίδεσι — ἐπηγκενίδες long planks fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηγκενίδεσσι — ἐπηγκενίδες long planks fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηγκενίδος — ἐπηγκενίδες long planks fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηγκενίς — ἐπηγκενίδες long planks fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίβλημα — το, ΝΑ [περιβάλλω] νεοελλ. 1. οτιδήποτε περιβάλλει, περικαλύπτει σκεπάζει, ολοκληρωτικά γύρω γύρω κάτι άλλο, περικάλυμμα, επένδυμα (α. «περίβλημα από μέταλλο» β. «περίβλημα από δέρμα») 2. τεχνολ. κάλυμμα που έχει ως προορισμό τη θερμική προστασία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»